υστεροσκόπιο

υστεροσκόπιο
το
το μητροσκόπιο (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υστεροσκόπιο — το, Ν ιατρ. μητροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hysteroscope < υστέρα «μήτρα» + σκόπιο*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”